- νεκροσημαίνω
- (για καμπάνα εκκλησίας) χτυπώ λυπητερά, για να αναγγείλω τον θάνατο κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)*- + σημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek